βουτσάς
Смотреть что такое "βουτσάς" в других словарях:
Βουτσάς, Κώστας — (1931 –). Ηθοποιός του κινηματογράφου, του θεάτρου και της τηλεόρασης. Από τους δημοφιλέστερους της νεοελληνικής κωμωδίας, σπούδασε στη δραματική σχολή του Μακεδονικού Ωδείου και πρωτοεμφανίστηκε στη Θεσσαλονίκη στο Άνθος του γιαλού. Από το 1958… … Dictionary of Greek
βουτσάς — ο [βουτσί] αυτός που κατασκευάζει βουτσιά, ο βαρελοποιός … Dictionary of Greek
βουτσάς — ο ο βαρελάς, ο βαρελοποιός, ο βαγενάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουτσινάς — ο [βουτσίνα] ο βουτσάς* … Dictionary of Greek
Αθανάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Ταρσού. Μαρτύρησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Βαλεριανού (253 259), γιατί βάφτισε κάποια νέα που ονομαζόταν Ανθούσα. Συνεορτάζουν στις 22 Αυγούστου. 2. Ένας από τους 33 μάρτυρες, που… … Dictionary of Greek